- φυγανθρωπεύω
- φῠγ-ανθρωπεύω,A shun mankind,
φ. ἐς ἐρημίην Aret.SD1.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φ. ἐς ἐρημίην Aret.SD1.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυγανθρωπεύω — Α αποφεύγω τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου *φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ ανθρωπεύω)] … Dictionary of Greek
φυγανθρωπεύουσι — φυγανθρωπεύω shun mankind pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυγανθρωπεύω shun mankind pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγανθρωπώ — έω, Α φυγανθρωπεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. φυγανθρωπεύω κατά τα συνηρημένα σε ῶ / έώ] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγανθρωπία — ἡ, Α [φυγανθρωπεύω] το να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek